- αναψηλάφηση
- η1. επανεξέταση ενός ζητήματος: Ζήτησε αναψηλάφηση της υπόθεσής του.2. (νομ.), έκτακτο ένδικο μέσο κατά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης: Ο καταδικασμένος ζητά αναψηλάφηση της δίκης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.